- σπηλαιολογία
- ηεπιστήμη που μελετά τα σπήλαια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπηλαιολογία — Επιστήμη που εξετάζει καθετί σχετικό με τα σπήλαια: τη γένεσή τους, το σχήμα τους, τους σχηματισμούς των πετρωμάτων μέσα στα οποία δημιουργούνται το υδρογραφικό δίκτυο που μπορεί να επηρεάζουν, τις επιπτώσεις στην επιφανειακή μορφολογία… … Dictionary of Greek
σπηλαιολογικός — ή, ό, Ν [σπηλαιολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπηλαιολογία ή στον σπηλαιολόγο 2. φρ. «Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία» επίσημος σύλλογος που έχει ως σκοπό την επιστημονική έρευνα τών σπηλαίων σε συνδυασμό με τη σωματική άσκηση, την… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
σπεολογία — η, Ν γεωλογική επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη γένεση, τη μορφή και το περιεχόμενο τών σπηλαίων, αλλ. σπηλαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέος «σπηλιά» + λογία*] … Dictionary of Greek
σπηλαιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στη σπηλαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. speleologist (< σπήλαιο + λόγος*)] … Dictionary of Greek
δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… … Dictionary of Greek
σπηλαιολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπηλαιολογία: Ασχολείται με σπηλαιολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπηλαιολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη σπηλαιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)